- αντιχορηγώ
- (ε) μετ. давать, предоставлять в ответ
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αντιχορηγώ — ἀντιχορηγῶ ( έω) (Α) 1. είμαι αντίπαλος χορηγός* 2. χορηγώ κι εγώ κάτι σε ανταπόδοση … Dictionary of Greek